ριζαίος

ριζαίος
-αία, -ον, Α
αυτός που αποτελεί τη βάση ενός πράγματος («ῥιζαῑος λίθος», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + κατάλ. -αῖος (πρβλ. νικ-αῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥίζαιον — ῥιζαῖος forming a base masc acc sg ῥιζαῖος forming a base neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζαίου — ῥιζαῖος forming a base masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”